- ελεφαντώδης
- ης, ες похожий на слона
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐλεφαντώδης — like an elephant masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐλεφαντώδης like an elephant masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐλεφαντώδης like an elephant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεφαντώδης — ες (ΑΜ ἐλεφαντώδης, ες) αυτός που μοιάζει με ελέφαντα … Dictionary of Greek
ἐλεφαντῶδες — ἐλεφαντώδης like an elephant masc/fem voc sg ἐλεφαντώδης like an elephant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντώδεα — ἐλεφαντώδης like an elephant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐλεφαντώδης like an elephant masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek